διαγωνιώ

διαγωνιώ
διαγωνιῶ (-άω) (Α) (επιτατικός τύπος τού αγωνιώ)
1. κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία, αγωνία
2. διατελώ υπό τον φόβο κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαγωνίῳ — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”